- εὐτενής
- εὐτενής, ές,A = εὔτονος, cj. for εὐγενής in Thphr.HP5.1.7 and Plu. Fr.12.2.II of stones, squared, IG22.1666A29, al., 7.4255.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτενής — εὐτενής, ές (Α) 1. εύτονος* (πιθ. αντί τού εὐγενής στον Θεόφρ.) 2. (για πέτρες) επιγρ. τετραγωνισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] … Dictionary of Greek